σκυλοβρίζω

σκυλοβρίζω
Ν
βρίζω με χυδαίο τρόπο κάποιον εξευτελίζοντάς τον σαν να είναι σκυλί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκυλοβρίζω — σκυλοβρίζω, σκυλόβρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκυλοβρίζω — σκυλόβρισα, σκυλοβρίστηκα, βρίζω πολύ χυδαία κάποιον: Τον σκυλόβρισε και τον έδιωξε αμέσως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυλόβρισμα — το, Ν [σκυλοβρίζω] χυδαίο και εξευτελιστικό βρίσιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”